αφρολογώ

αφρολογώ
(α, ε) μετ.
1) снимать пену;

αφρολογώ τό γλυκό — снимать пену с варенья;

2) перен. красть, воровать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφρολογώ" в других словарях:

  • αφρολογώ — ( άω) 1. αφαιρώ τον αφρό από φαγητό που βράζει 2. βγάζω πολύ αφρό 3. αφρίζω από θυμό …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»