- αφρολογώ
- (α, ε) μετ.1) снимать пену;
αφρολογώ τό γλυκό — снимать пену с варенья;
2) перен. красть, воровать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφρολογώ τό γλυκό — снимать пену с варенья;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφρολογώ — ( άω) 1. αφαιρώ τον αφρό από φαγητό που βράζει 2. βγάζω πολύ αφρό 3. αφρίζω από θυμό … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek